σπαθοφορία

σπαθοφορία
η, Ν
τρόπος κατάλληλος για το κράτημα τού ξίφους κατά την ξιφασκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”